αλαφρόγνωμος

αλαφρόγνωμος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλαφρόγνωμος" в других словарях:

  • αλαφρόγνωμος — η, ο επιπόλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + γνώμη. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφρογνωμιά] …   Dictionary of Greek

  • αλαφρόγνωμος — η, ο επιπόλαιος, ανόητος: Δεν του δωσε σημασία, γιατί τον ήξερε αλαφρόγνωμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… …   Dictionary of Greek

  • αλαφρογνωμιά — η [αλαφρόγνωμος] επιπολαιότητα, κουφόνοια, αλλοπρόσαλλη στάση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»