αλαφρόγνωμος
Смотреть что такое "αλαφρόγνωμος" в других словарях:
αλαφρόγνωμος — η, ο επιπόλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + γνώμη. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφρογνωμιά] … Dictionary of Greek
αλαφρόγνωμος — η, ο επιπόλαιος, ανόητος: Δεν του δωσε σημασία, γιατί τον ήξερε αλαφρόγνωμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek
αλαφρογνωμιά — η [αλαφρόγνωμος] επιπολαιότητα, κουφόνοια, αλλοπρόσαλλη στάση … Dictionary of Greek